παπαγαλίστικος

παπαγαλίστικος
-η, -ο
αυτός που αναφέρεται στον παπαγάλο ή στον παπαγαλισμό: Αυτός ο τρόπος μάθησης είναι παπαγαλίστικος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παπαγαλίστικος — η, ο [παπαγαλίζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παπαγάλο ή στον παπαγαλισμό. επίρρ... παπαγαλίστικα παπαγαλιστί, σαν παπαγάλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”